Η διάγνωση του καταρράκτη γίνεται μέσω της βυθοσκόπησης. Για να γίνει η βυθοσκόπηση ο οφθαλμίατρος θα τοποθετήσει στα μάτια σας σταγόνες που ανοίγουν την κόρη του ματιού.

Έτσι ρίχνοντας φως και με τη βοήθεια ενός μικροσκοπίου με διάφορες μεγεθύνσεις που λέγεται σχισμοειδής λυχνία θα εξετάσει προσεκτικά το φακό του ματιού και θα εντοπίσει οποιαδήποτε μικρή ή εκτεταμένη θόλωση του φακού του ματιού. Έτσι εύκολα μπορεί να κατηγοριοποιήσει τον καταρράκτη σε στάδια και να αποφασίσει αν είναι η κατάλληλη στιγμή για να αφαιρεθεί.

Σημαντικά ευρήματα στη διάγνωση του καταρράκτη αποτελούν επίσης και η μέτρηση της οπτικής οξύτητας, η μέτρηση ευαισθησίας στην οπτική αντίθεση (contrast sensitivity) και η αξιολόγηση της έγχρωμης όρασης.

Αφού γίνει η διάγνωση του καταρράκτη, ο οφθαλμίατρος θα κάνει μια ειδική εξέταση που λέγεται βιομετρία. Η βιομετρία μετρά το αξονικό μήκος του ματιού (δηλ. πόσο μεγάλο είναι το μάτι μέσα στον κόγχο του εγκεφάλου) και υπολογίζει με τη βοήθεια κάποιων παραμέτρων τη δύναμη του ενδοφακού που θα μπει μέσα στο μάτι σας κατά την επέμβαση του καταρράκτη.

biometry

Οπτική βιομετρία για τη μέτρηση της δύναμης του ενδοφακού