Σήμερα ο οφθαλμίατρος βρίσκεται όλο και συχνότερα αντιμέτωπος με διαβητικούς ασθενείς που παρουσιάζουν καταρράκτη. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην επιμήκυνση του μέσου όρου ζωής των διαβητικών, στη μεγαλύτερη πιθανότητα εξελίξεως καταρράκτη που παρουσιάζει ο διαβητικός από το μη διαβητικό άτομο και στη διαπίστωση ότι η ικανοποιητική ρύθμιση του σακχάρου δεν αποτρέπει την εκδήλωση του καταρράκτη.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν και κατά πόσο η χειρουργική αντιμετώπισή του είναι η αυτή με το συνήθη καταρράκτη, ή παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες και ποιες.
Πρώτο μέλημα του θεράποντα ιατρού είναι η προεγχειρητική ρύθμιση του σακχάρου και των αιματολογικών και αγγειολογικών παραμέτρων (πχ υπέρταση).
Στη συνέχεια θα πρέπει να εξεταστούν τα ακόλουθα ζητήματα:
- Πότε πρέπει να χειρουργείται ο καταρράκτης στο διαβητικό άτομο:
Αν λάβουμε υπόψη μας, ότι ένδειξη για την εγχείρηση του καταρράκτη αποτελεί η μείωση της οράσεως, σε βαθμό, που να εμποδίζει το άτομο να αντεπεξέρχεται στο συνηθισμένο τρόπο ζωής του, στην περίπτωση του διαβητικού με καταρράκτη η ένδειξη πρέπει να τίθεται νωρίτερα, πριν επέλθει πλήρης θόλωση του φακού. Γιατί στα άτομα αυτά συνυπάρχει συχνά και διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, την παρακολούθηση και τη θεραπευτική αντιμετώπιση της οποίας δυσχεραίνει η ύπαρξη προχωρημένου καταρράκτη. - Με ποια μέθοδο θα πρέπει σήμερα να χειρουργείται ο καταρράκτης:
Η αφαίρεση του καταρράκτη με φακοθρυψία υπερήχων με κερατική μικρή τομή (3 χιλιοστών) χωρίς καμία αμφιβολία πλεονεκτεί από την εξωπεριφακική και ενδοπεριφακική εξαίρεση, διότι μετριάζεται σημαντικά η εξέλιξη της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Αλλά ακόμα και η εκδήλωση νεοαγγειακού γλαυκώματος μετά τη φακοθρυψία έχει εντυπωσιακά περιορισθεί. Για το αν θα πρέπει να τοποθετείται ειδικός φακός οπισθίου θαλάμου υπάρχουν αμφιλεγόμενες απόψεις. Κατά τη γνώμη μας, η ένθεση ακρυλικού ενδοφακού οπισθίου θαλάμου και δη εντός του περιφακίου θα πρέπει να αποτελεί τη βασική επιδίωξη αν και παραδοσιακά οι ηπαρινισμένοι φακοί PAMMA έχουν πολύ καλά αποτελέσματα (για την ελάττωση της μετεγχειρητικής φλεγμονής). Η επέμβαση γίνεται μόνο με τοπικές αναισθητικές σταγόνες, διαρκεί 10-15 λεπτά και ο ασθενής επιστρέφει στο σπίτι του χωρίς να έχει καλυμμένο το μάτι του. 
